- υπερκορέννυμι
- ΜΑβλ. υπερκορεννύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκορέσαις — ὑπερκορέννυμι over fill aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ὑπερκορέννυμι over fill aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερκορεννύω — ὑπερκορέννυμι ΝΜΑ νεοελλ. μσν. γεμίζω κάτι μέχρι το ακρότατο όριο, παραγεμίζω νεοελλ. χημ. (σχετικά με διάλυμα) προκαλώ υπερκορεσμο αρχ. δημιουργώ σε κάποιον υπέρμετρο αίσθημα κορεσμού, τόν χορταίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορέννυμι «γεμίζω … Dictionary of Greek
ὑπερκεκορέσθαι — ὑπερκορέννυμι over fill perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκορεῖς — ὑπερκορέννυμι over fill fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ὑπερκορής over full masc/fem acc pl ὑπερκορής over full masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek
υπερκόρεση — η, Ν υπερκορεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερκορέννυμι / ύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόρεσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek